- ξυπνητήρι
- τορολόι που μπορεί να ρυθμιστεί ώστε μια συγκεκριμένη ώρα να παράγει ένα χαρακτηριστικό ήχο: Βάλε το ξυπνητήρινα χτυπήσει στις 6 το πρωί.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.